Learniv
▷ αοριστος BEWEEP | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  beweep


αοριστος beweep

απαρέμφατο

beweep

αόριστος χρόνος

bewept

beweeped

μετοχή

bewept

beweeped







Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

weep

[wiːp]

wept
weeped

[wept]
[wiːpid]

wept
weeped

[wept]
[wiːpid]












ανώμαλα ρήματα