Learniv
▷ Υπερσυντέλικος dwell | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  dwell  >  Υπερσυντέλικος


Υπερσυντέλικος dwell




μετάφραση: βυθίζομαι, εμβαθύνω
Είστε στη σελίδα για ανώμαλο ρήμα dwell


Υπερσυντέλικος

I had dwelt; dwelled



Υπερσυντέλικος (Past perfect)

I
had dwelt; dwelled 
you
had dwelt; dwelled 
he/she/it
had dwelt; dwelled 
we
had dwelt; dwelled 
you
had dwelt; dwelled 
they
had dwelt; dwelled 


απαρέμφατο

dwell









ανώμαλα ρήματα