Learniv
▷ αοριστος ONLAY | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  onlay


αοριστος onlay

απαρέμφατο

onlay

αόριστος χρόνος

onlaid

onlayed *

μετοχή

onlaid

onlayed *



* Αυτή η μορφή είναι παρωχημένα ή που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις ή ορισμένες διαλέκτους




Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

lay

[leɪ]

laid /layed

[leɪd]
[leɪd]

laid /layed

[leɪd]
[leɪd]












ανώμαλα ρήματα