Learniv
▷ αοριστος OUTDWELL | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  outdwell


αοριστος outdwell

απαρέμφατο

outdwell

αόριστος χρόνος

outdwelt

outdwelled

μετοχή

outdwelt

outdwelled







Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

dwell

[dwel]

dwelled
dwelt

[dweld]
[dwelt]

dwelled
dwelt

[dweld]
[dwelt]












ανώμαλα ρήματα