Learniv
▷ αοριστος OUTLEAP | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  outleap


αοριστος outleap

απαρέμφατο

outleap

αόριστος χρόνος

outleaped

outleapt

outlept *

outlope *

μετοχή

outleaped

outleapt

outlopen *



* Αυτή η μορφή είναι παρωχημένα ή που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις ή ορισμένες διαλέκτους
** αυτό το ρήμα (σε όλες τις μορφές) είναι ξεπερασμένο ή να χρησιμοποιούνται μόνο σε ορισμένες διαλέκτους και ειδικές περιπτώσεις




Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

leap

[li:p]

leaped
leapt
lept
lope

[li:pt]
[lept]
[lept]
[ləʊp]

leaped
leapt
lopen

[li:pt]
[lept]
[ləʊpn]












ανώμαλα ρήματα