Learniv
▷ αοριστος OVERWEAR | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  overwear


αοριστος overwear

απαρέμφατο

overwear

αόριστος χρόνος

overweared

overwore

μετοχή

overweared

overworn







Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

wear

[weə]

wore
weared

[wɔː]
[weəd]

worn
weared

[wɔːn]
[weəd]












ανώμαλα ρήματα