Learniv
▷ αοριστος PROOFREAD | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  proofread


αοριστος proofread

απαρέμφατο

proofread

αόριστος χρόνος

proofread

μετοχή

proofread

proofreaden *



* Αυτή η μορφή είναι παρωχημένα ή που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις ή ορισμένες διαλέκτους




Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

read

[riːd]

read

[red]

read
readen

[red]
[riːdn]












ανώμαλα ρήματα