Learniv
▷ αοριστος BEFIGHT | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  befight


αοριστος befight

απαρέμφατο

befight

αόριστος χρόνος

befought

μετοχή

befought







Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

fight

[faɪt]

fought

[fɔːt]

fought
foughten

[fɔːt]
[fɔːtn]












ανώμαλα ρήματα