Learniv
▷ αοριστος OUTSWEAR | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  outswear


αοριστος outswear

απαρέμφατο

outswear

αόριστος χρόνος

outswore

μετοχή

outsworn







Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

swear

[sweə]

swore

[swɔː]

sworn

[swɔːn]












ανώμαλα ρήματα