Learniv
▷ αοριστος OVERSHAKE | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  overshake


αοριστος overshake

απαρέμφατο

overshake

αόριστος χρόνος

overshook

overshaked *

μετοχή

overshaken

overshaken *



* Αυτή η μορφή είναι παρωχημένα ή που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις ή ορισμένες διαλέκτους




Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

shake

[ʃeɪk]

shook
shaked

[ʃʊk]
[ʃeɪkd]

shaken
shaked
shook

[ˈʃeɪkən]
[ˈʃeɪkəd]
[ʃʊk












ανώμαλα ρήματα