Learniv
▷ αοριστος UPSWELL | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  upswell


αοριστος upswell

απαρέμφατο

upswell

αόριστος χρόνος

upswelled

upswole *

upswelt *

μετοχή

upswollen

upswelled



** αυτό το ρήμα (σε όλες τις μορφές) είναι ξεπερασμένο ή να χρησιμοποιούνται μόνο σε ορισμένες διαλέκτους και ειδικές περιπτώσεις




Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

swell

[swel]

swelled
swole
swelt

[sweld]
[ˈswəʊl]
[swelt]

swelled
swollen

[sweld]
[ˈswəʊlən]












ανώμαλα ρήματα