Learniv
▷ αοριστος OVERWET | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  overwet


αοριστος overwet

απαρέμφατο

overwet

αόριστος χρόνος

overwet

overwetted *

μετοχή

overwet

overwetted *



* Αυτή η μορφή είναι παρωχημένα ή που χρησιμοποιείται σε ειδικές περιπτώσεις ή ορισμένες διαλέκτους




Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

wet

[wet]

wetted
wet

[ˈwetɪd]
[wet]

wetted
wet

[ˈwetɪd]
[wet]











ανώμαλα ρήματα