Learniv
▷ αοριστος REWED | Learniv.com
Learniv.com  >  gr  >  Αγγλικά ανώμαλα ρήματα  >  rewed


αοριστος rewed

απαρέμφατο

rewed

αόριστος χρόνος

rewed

rewedded

μετοχή

rewed

rewedded







Προέρχεται από το ρήμα:

απαρέμφατο

αόριστος χρόνος

μετοχή

wed

[wed]

wedded
wed

[ˈwedɪd]
[wed]

wedded
wed

[ˈwedɪd]
[wed]












ανώμαλα ρήματα